Η πορεία προς το μέτωπο
Το Άξιον Εστί (1959) – Ανάγνωσμα Πρώτο
Του Οδυσσέα Ελύτη
(Απόσπασμα)
Ξημερώνοντας τ”
Αγιαννιού, με την αύριο των Φώτων, λάβαμε τη διαταγή να κινήσουμε πάλι μπροστά,
για τα μέρη όπου δεν έχει καθημερινές και σκόλες.
Έπρεπε,
λέει, να πιάσουμε τις γραμμές που κρατούσανε ως τότε οι Αρτινοί, από Χιμάρα ως
Τεπελένι. Λόγω που εκείνοι πολεμούσανε απ” την πρώτη μέρα, συνέχεια, κι είχαν
μείνει σκεδόν οι μισοί και δεν αντέχανε άλλο.
Δώδεκα
μέρες κιόλας είχαμε μεις πιο πίσω, στα χωριά. Κι απάνω που συνήθιζε τ” αυτί μας
πάλι στα γλυκά τριξίματα της γης, και δειλά συλλαβίζαμε το γάβγισμα του σκύλου ή
τον αχό της μακρινής καμπάνας, να που ήταν ανάγκη, λέει, να γυρίσουμε στο μόνο
αχολόι που ξέραμε: στο αργό και στο βαρύ των κανονιών, στο ξερό και στο γρήγορο
των πολυβόλων.
Νύχτα
πάνω στη νύχτα βαδίζαμε ασταμάτητα, ένας πίσω απ” τον άλλο, ίδια τυφλοί. Με κόπο
ξεκολλώντας το ποδάρι από τη λάσπη, όπου, φορές, εκαταβούλιαζε ίσαμε το γόνατο.
Επειδή το πιο συχνά ψιχάλιζε στους δρόμους έξω, καθώς μες στην ψυχή
μας.
Και τις
λίγες φορές όπου κάναμε στάση να ξεκουραστούμε, μήτε που αλλάζαμε κουβέντα,
μονάχα σοβαροί και αμίλητοι, φέγγοντας μ” ένα μικρό δαδί, μία μία εμοιραζόμασταν
τη σταφίδα.
Ή φορές
πάλι, αν ήταν βολετό, λύναμε βιαστικά τα ρούχα και ξυνόμασταν με λύσσα ώρες
πολλές, όσο να τρέξουν τα αίματα. Τι μας είχε ανέβει η ψείρα ως το λαιμό, κι
ήταν αυτό πιο κι απ” την κούραση ανυπόφερτο.
Τέλος,
κάποτε ακουγότανε στα σκοτεινά η σφυρίχτρα, σημάδι ότι κινούσαμε, και πάλι σαν
τα ζα τραβούσαμε μπροστά να κερδίσουμε δρόμο, πριχού ξημερώσει και μας βάλουνε
στόχο τ” αεροπλάνα. Επειδή ο Θεός δεν κάτεχε από στόχους ή τέτοια, κι όπως το χε
συνήθειο του, στην ίδια πάντοτε ώρα ξημέρωνε το φως…
Όλοι μαζί, δίχως μιλιά, χρόνους αμέτρητους αγκομαχώντας πλάι πλάι, διαβαίναμε
τις ράχες, τα φαράγγια, δίχως να λογαριάζουμε άλλο τίποτε. Γιατί, καθώς όταν
βαρούν απανωτές αναποδιές τους ίδιους τους ανθρώπους πάντα, συνηθάν εκείνοι στο
Κακό, τέλος του αλλάζουν όνομα, το λεν Γραμμένο ή Μοίρα έτσι κι εμείς
επροχωρούσαμε ίσια πάνου σ” αυτό που λέγαμε Κατάρα, όπως θα λέγαμε Αντάρα ή
Σύγνεφο …
Όμως εμείς το μόνο που προσέχαμε ήταν εκείνες οι φωνές μέσα στα σκοτεινά, που
ανέβαιναν, καυτές ακόμη από την πίσσα του βυθού ή το θειάφι: «Οϊ Οϊ, μάνα μου»,
«οϊ οϊ, μάνα μου», και κάποτε, πιο σπάνια, ένα πνιχτό μουσούνισμα, ίδιο
ροχαλητό, που λεγαν, όσοι ξέρανε, είναι αυτός ο ρόγχος του θανάτου …